- δεξίστρατος
- δεξίστρατος, -ον (Α)αυτός που δέχεται, που μπορεί να δεχθεί μεγάλα πλήθη («δεξίστρατον ἀγοράν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξί- < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + στρατός «πλήθος». (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.