δεξίστρατος

δεξίστρατος
δεξίστρατος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται, που μπορεί να δεχθεί μεγάλα πλήθη («δεξίστρατον ἀγοράν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξί- < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + στρατός «πλήθος». (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεξίστρατον — δεξίστρατος receiving the host masc/fem acc sg δεξίστρατος receiving the host neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”